- λύμη
- λύμη, ἡ (Α)1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.)3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις δὲ θρῑπες καὶ τερηδόνες συμφυεῑς εἰσι λῡμαι», Πολ.)4. οικονομική ζημία5. στον πληθ. αἱ λῡμαιοι βλάβες, οι ατιμώσεις, οι προσβολές («χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾱσιν κακοῑς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος θηλυκού τού λῦμα (I), (πρβλ. βρῶμα: βρώμη, γνῶμα: γνώμη, χάρμα: χάρμη). Για ετυμολ. βλ. λ. λύμα (I).ΠΑΡ. λυμαίνω, λυμεώναρχ.λυμήτης].
Dictionary of Greek. 2013.